- ἁθρόας
- ἀθρόοςin crowdsfem gen sg (attic doric aeolic)ἁθρόᾱς , ἀθρόοςin crowdsfem acc plἁθρόᾱς , ἀθρόοςin crowdsfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθρόας — ἀθρόος in crowds fem gen sg (attic doric aeolic) ἀθρόᾱς , ἀθρόος in crowds fem acc pl ἀθρόᾱς , ἀθρόος in crowds fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
напрасныи — (42) пр. 1.Неожиданный, внезапный: Аште къто имать очиштенѹ д҃шѫ... и видить хѹдость своѥго ѥстьства. ѹмалени˫а же и напраснѹю съмьрть сего жити˫а. (ὠκύμορον) Изб 1076, 27 об.; аще ли тѹ въ римѣ напрасна нѹжда бѹдеть на область ити. (αἰφνίδια)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek